Η Κρήτη λέει είναι νησί, μα για το χαρτογράφο. Για μένα είναι η ΖΩΗ όξω από τον τάφο... (Αγνώστου)

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Κατά τον δαίμονα εαυτού

Μάρτιος του 2012. Παρίσι. Νεκροταφείο Pere LaChaise. Στα δαιδαλώδη μονοπάτια του με τους αναρίθμητους τάφους, το μόνο που ταράζει την ησυχία των νεκρών είναι το μονότονο κρώξιμο των κορακιών. Σκηνικό μιας άλλης εποχής.. απόκοσμο και μυστηριώδες. Αν ήταν χειμώνας θα μπορούσα να προσθέσω και τον αναμενόμενο, ίσως, χαρακτηρισμό "τρομακτικό".  Μα τα μπουμπουκιασμένα δέντρα μαρτυρούν ότι η Άνοιξη πέρασε κι από εδώ. Κι αυτός ο παιχνιδιάρης ήλιος κάνει τα πάντα να φαίνονται τελειώς διαφορετικά εκεί που θα ρίξει τις αχτίδες του.. Οι σκιές διαλύονται και όλα παίρνουν την πραγματική τους μορφή και διάσταση.

Ανάμεσα στους τάφους υπάρχει και ένας που η επιγραφή του λέει:

JAMES DOUGLAS MORRISON 
1943 - 1971
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ

Τι είναι τούτο πάλι; Τι θέλει να πει ο ποιητής; Στα διάφορα blog διαβάζω ότι δαίμονας στην αρχαία Ελλάδα ήταν η θεότητα που μοίραζε την μοίρα από το δαίομαι που θα πει μοιράζω. Καμία σχέση με το διάβολο που εννοούμε στις μέρες μας.  "Δαίμων εαυτού" ονομαζόταν η θεότητα-προστάτης που ζούσε μέσα σε κάθε άνθρωπο από τη γέννηση έως το θάνατό του και φρόντιζε για την προσωπική του εξέλιξη κι ευημερία, κάτι σαν το αντίστοιχο σημερινό χριστιανικό “Φύλακας - Άγγελος”, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο ένα "δίαυλο" μεταξύ του κόσμου των θνητών και του κόσμου των θεών. "Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού" ουσιαστικά σημαίνει "πράττω σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου θεωρεί σωστό", αδιαφορώντας ίσως για το τι θα πουν οι άλλοι και είναι μια στάση ζωής που υιοθέτησαν και επιδοκίμασαν οι Στωικοί φιλόσοφοι.


Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Το μήνυμα του Κολοκοτρώνη




Το διήγημα που ακολουθεί είναι ιστορικό, βασίζεται δηλαδή σε ιστο­ρικά γεγονότα. Όπως είναι γνωστό από την Ιστορία, ο Δράμαλης τον Ιούλιο του 1822 έφτασε ανενόχλητος στην Πελοπόννησο προξενώντας παντού σύγχυση και πανικό. Στη δύσκολη εκείνη περίσταση έλαμψε η αγωνιστική δύναμη, η αισιοδοξία και η στρατηγική ιδιοφυΐα του Κολο­κοτρώνη, που προκάλεσε τελικά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822). Όμως δεν ήταν μόνος του ο Γέρος του Μοριά. Όλοι βοήθησαν, όσο μπορούσαν. Στο διήγημα βλέπουμε τη βοήθεια που δίνει ένα παιδί. 

Καθώς ροβολούσε τον Αχλαδόκαμπο, πηγαίνοντας απ' την Τρίπολη στο Αργός να φράξει το δρόμο του Δράμαλη, ο Κο­λοκοτρώνης σταμάτησε μια στιγμή, παραξενεμένος απ' τ' αναπάντεχο θέαμα.
Η δημοσιά, όσο έφτανε πέρα το μάτι, μαυρολογούσε από τ' ατέλειω­το πλήθος της προσφυγιάς. Γυναίκες κι άντρες όλο και ξωλαλούσαν* τα γαϊδουράκια, που σήκωναν ό,τι κατάφεραν να μαζέψουν μέσα στον πανικό τους. Κι έφευγαν, με τα πρόσωπα κατακίτρινα από το φόβο, με τα κεφάλια σκυμμένα. Μερικοί άρρωστοι ήταν κι αυτοί φορτωμένοι στα ζα κι οι μάνες κρατούσαν στην αγκαλιά τους μωρά κι έσερναν απ' το χέρι τα μεγαλύτερα τους παιδιά, που μυξόκλαιγαν απ' την κούραση και τον τρόμο.
Η φήμη του Δράμαλη που κατέβαινε, σαν το χείμαρρο κι έπνιγε τα πάντα στο αίμα, ξεσήκωσε όλο τούτο το κύμα της προσφυγιάς.
- Πού πάτε, ορέ, κιοτήδες*; φώναξε με τη βροντερή του φωνή ο Κολοκοτρώνης.
- Έρχεται ο Δράμαλης, με μιλιούνια ντελήδες*, είπε ένας γέρος. Διάβηκε τον Ισθμό, πήρε την Κόρινθο δίχως αντίσταση κι είναι κιόλας μέσα στο Αργός. Οι προεστοί μας που πιάσανε τα στενά, το’ βαλαν στα πόδια. Κύκλωσε το μεγάλο κάστρο. Σε λίγο, θα πέσει στα χέρια του κι ο πρίγκιπας Υψηλάντης κι ο καπετάν Καραγιάννης, που βρίσκονται μέ­σα. Τι θες, καπετάνιο, να μείνουμε να μας σφάξει;
- Στο διάτανο, κακαβούλια*, είπε με περιφρόνηση ο Γέρος του Μοριά, κι έκανε να φύγει αηδιασμένος.
- Στάσου, καπετάν Θοδωρή, να σου κρίνω* δυο λόγια, φώναξε τότε ένας άντρας από το θλιβερό καραβάνι. Ό,τι κάνουμε τώρα εμείς, το 'καναν πρωτύτερα οι προυχόντοι μας κι η κυβέρνηση! Βουλευτικό και μινίστροι* έφυγαν με τα Κουντουριώτικα καράβια, απ' τον Αργολικό κόλπο. Τ' Ανάπλι ξανάπεσε στα χέρια των Τούρκων. Χάθηκαν όλα. Κα­νένας δεν αντιστάθηκε στη Στερεά και στην Πελοπόννησο στο Μεχμέτ πασά απ' τη Δράμα. Δεν έχει πια επανάσταση. Πού τα πας τα παιδιά;
- Ου, να χαθείτε, δειλοί. Επανάσταση έχει και θα 'χει, όσο υπάρχει Κολοκοτρώνης. Αυτά που μου κρένετε, ούλα τα ξέρω. Για τούτο ξεκί­νησα απ' την Τριπολιτσά, για να φράξω το δρόμο του σερασκέρη*. Μο­νάχος, με λίγα πιστά παλικάρια. Γιατί, σαν κι εσάς με νόμισαν κι οι άλλοι καπετανέοι λωλό, που τολμώ ν' αναμετρηθώ με τον πιο μεγάλο στρατό του σουλτάνου. Πάνω από τριάντα χιλιάδες τους ανεβάζουν, πεζούς καΐ καβαΛαρέους, χώρια τα κανόνια! Κι εγώ, το πολύ, να μα­ζέψω δυο τρεις χιλιάδες στο δρόμο. Γιατί, δέστε, ορέ φοβιτσιάρηδες! Με μια φούχτα ξεκίνησα, κι όλο και πληθαίνει τ' ασκέρι μου. Όθε δια­βαίνω, βροντοφωνάζοντας προσκλητήριο, τρέχουν οι λεβέντες. Δέστε ολόγυρα τις πλαγιές. Όπως τα ρυάκια, που κατεβαίνουν τις βουνοπλα­γιές, για να πλατύνουν τον ποταμό, έτσι ροβολούν οι εθελοντές και πυκνώνουν τ' ασκέρι μου. Ως τα τετραπέρατα του Μοριά έφτασε η φωνή μου και δέστε τι φέρνει ο αντίλαλος της!
- Και τι θα κάμεις με δυο και με τρεις χιλιάδες; ρώτησε ένας απ' τους φυγάδες, που τώρα είχαν σταθεί και τον άκουγαν με το στόμα ανοιχτό.
- Θα ξεκάνω το Δράμαλη, θέλεις άλλο; Όλα προμηνούν το χαμό του. Τ' αρνιά, τα κοράκια, τα περιστέρια, τ' αγρίμια του λόγκου το δια­λαλούν και μονάχα οι άνθρωποι - οι κιοτήδες θέλω να πω - μένουν κουφοί και δε νιώθουν τις προφητείες. Ντροπή σας, ορέ, δεν το ξέρετε; Ο Θεός έχει υπογράψει τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του!
Το καραβάνι της προσφυγιάς άκουγε, βουβό, τα μεγάλα εκείνα λό­για, που πρόδιναν τόση πίστη.
- Θα πάμε να ξεφορτώσουμε τους αρρώστους και τα πράματα, είπε κάποιος, και θα γυρίσουμε για τη μάχη.
Μα τότε ακούστηκε μια βουή σύσμιχτη, που δεν ήξερες ποιος την πρωτάρχισε. Ήταν κάτι σαν μάλωμα, σαν μουρμούρισμα, που όλο και φούντωνε κι έγινε αφρομάνημα θάλασσας αγριεμένης. Οι γυναίκες, συνεπαρμένες από τα λόγια του Γέρου του Μοριά, ονειδίζαν τους άν­τρες τους.
«Τρέξετε αμέσως μαζί του», τους φώναζαν, «ειδεμή πηγαίνουμε εμείς».
Κι άξαφνα, όλοι εκείνοι οι δειλιασμένοι, κι οι κουρασμένοι, κι οι άρ­ρωστοι, παράτησαν τα ζα με τα πράματα στις γυναίκες και σμίξανε με τ' ασκέρι, που πήγαινε να χτυπήσει το Δράμαλη. Το ποτάμι είχε πλατύ­νει με νέα ρυάκια.
Κείνη την ώρα ξέφυγε από το πλάι της μάνας του κι ο μικρός Αση­μάκης, ένα αγόρι ως δεκαπέντε χρονών, μ' έξυπνο πρόσωπο, λιοκαμένο κι αδύνατο. Κανείς δεν το πήρε είδηση πως ακολουθούσε, στερ­νός, τον Κολοκοτρώνη. Κι από κείνη την ώρα μια μόνο φροντίδα τον έκαι­γε, μέρα και νύχτα. Ήταν ξιπόλητος, μα δεν τον ένοιαζε για παπού­τσια. Ήταν ξεσκούφωτος, μα τα πυκνά και σγουρά του μαλλιά στόλιζαν τ' ωραίο κεφάλι του, σα βελούδινος σκούφος. Κουρελιασμένα ήταν απ' τις πορείες τα ρούχα του, μα ας είναι καλά το καλοκαιράκι, που χαίρε­ται ο άνθρωπος να τον δέρνει τ' αγέρι κι αλαφρώνει τα ρούχα του μο­νάχος του.
Όλα αυτά ούτε τα λογάριαζε ο Ασημάκης. Μα να 'ναι ξαρμάτωτος, δίχως ούτε ένα μαχαίρι στη ζώνη και να πηγαίνει να πολεμήσει το Δρά­μαλη! Αυτό πια ήταν ρεζιλίκι.
Όταν ο Γέρος έδωσε προσταγή να ταμπουρωθούνε στους Μύλους κι έκανε επιθεώρηση στο στρατό του, είδε μπροστά του, σε μια στιγμή, και τον Ασημάκη. Τα πονηρούτσικα καστανά του μάτια χαμήλωσαν από σεβασμό, μπρος στο θρυλικό καπετάνιο, που λάτρευε.
- Τι θέλει αυτό το βυζασταρούδι στ' ασκέρι μου, είπε. Ποιος το 'φερε εδώ, παιδί πράμα;
- Μονάχος μου ήρθα, είπε ο Ασημάκης με θάρρος.
- Να κάμεις τι; Δεν το ξέρεις πώς πάμε για πόλεμο;
- Τ' άκουσα που το 'πες, στο δρόμο, στους πρόσφυγες. Π' αυτό ήρ­θα. Δεν ήθελα να 'μαι κιοτής. Δε μας κάλεσες όλους;
- Εγώ, ορέ, κάλεσα τους άντρες, είπε γελώντας ο Γέρος, όχι τα μωρά.
- Είπες πως τα ρυάκια γεμίζουν τον ποταμό, κατεβαίνοντας απ' τα βουνοπλαγιά. Ένα ρυάκι δεν παίρνει στο δρόμο του ό,τι βρει;
- Μωρέ τούτος έχει μυαλό, είπε με το κέφι του το αιώνιο ο Γέρος.
Και δε μου λες τ' όνομα σου;
- Ασημάκη με λεν.
Πήγε να ξεμακρύνει, μα τ' αγόρι τον έπιασε από τη φέρμελη*.
- Καπετάνιο.
- Τι είναι ορέ Ασημάκη;
- Δε θα μου δώκεις εμένα ντουφέκι;
Ο Κολοκοτρώνης έσμιξε τα πυκνά και μεγάλα του φρύδια και το με­λαψό πρόσωπο του πήρε μια έκφραση σοβαρή. Μέσα όμως στις βαθουλές κόχες τους, τα καλοκάγαθα μαύρα του μάτια σπίθιζαν πάντα με κέφι. Πολύ του άρεσε κείνο το έξυπνο χωριατόπουλο. Στάθηκε λίγο κοντά του, τον κοίταξε σοβαρός κι ύστερα του 'πε χαϊδεύοντας τ' αναστατω­μένα μαλλιά του.
- Ντουφέκι, ορέ Ασημάκη, δεν έχω στο μπόι σου, μα δε γίνεται ο πόλεμος μόνο με ντουφέκια. Έλα μαζί μου κι έχω δουλειά να σου δώ­σω.
Τ' αγόρι τον ακολούθησε από κείνη τη μέρα, σαν να 'ταν ο ίσκιος του.
Ανεβασμένος πάνω σ' ένα πρινάρι πυκνόφυλλο, στην πλαγιά του Αϊ-Σώστη, ο Ασημάκης μ' αντήλιο το χέρι του αγναντεύει το δρόμο. Κάμε, Θεούλη μου, να φανεί ένα πράσινο μπαϊράκι*, ένα σαρίκι, ένα μικρό γιαταγάνι με κόψη γυαλιστερή. Κάμε, Παρθένα, να μη γελάστηκε ο Αρχηγός, όταν ήρθε, στο πείσμα των άλλων καπεταναίων, και κλεί­στηκε εδώ στα Δερβενάκια.
Ο Ασημάκης θυμάται ακόμα τον άγριο καβγά, που 'χε γίνει εκεί στους Μύλους. Ο Δράμαλης είχε στείλει επίτηδες το γραμματικό του, που ήταν Ρωμιός, για να ξεγελάσει τους Έλληνες, πως τάχα λογάριαζε κείνες τις μέρες να πάει κατά την Τρίπολη, συνεχίζοντας την πορεία του.
Όλοι το πίστεψαν κι ετοιμάζανε την επίθεση, για να φράξουν το δρόμο του, μα δεν το κατάπιε το χάπι ο τετραπέρατος Γέρος του Μο­ριά. Σ' αυτό τον βοήθησε δα κι ο Ασημάκης, που πήγε στο Αργός, ντυμένος βοσκόπουλο, να πουλήσει τάχα τυρί.
Σαν λιμασμένοι, έπεσαν να του φάνε ακόμα και τα σακιά οι ντελή; δες του Δράμαλη. Είχαν μια πείνα!... Κι έκανε, να, τα μάτια του, δέκα πήχες, να δει και τ' αυτιά του ν' ακούσει. Κι είδε κι άκουσε κι όλα τα 'πε στον αρχηγό του. Οι οσμανλήδες*, που νόμισαν πως θα κάναν έναν περίπατο και θα παίρνανε το Μοριά, τώρα το 'βρισκαν σκούρο. Δεν είχαν τροφές. Ξεθαρρεμένοι από τις πρώτες επιτυχίες τους, αντί να μαζέψουν ζωοτροφίες στην Κόρινθο και να στήσουν εκεί το στρατό­πεδο τους, πήρανε δρόμο, διαγουμίζοντας* τις πολιτείες και τα χωριά, ώσπου έφραξε ο Γέρος το διάβα τους. Τ' Αργός, ερημωμένο απ' τους φυγάδες, που πήραν τα λίγα φαγώσιμα, είχε γίνει μια κόλαση για τους πεινασμένους κατακτητές. Τα μουλάρια, που σήκωναν τα κανόνια, εί­χαν ψοφήσει κι οι στρατιώτες δεν είχαν πια δύναμη να σηκώσουν ούτε τ' άρματα τους.
Γύρισε ο Ασημάκης και τα 'πε στον αρχηγό του.
- Καλά το μυρίστηκα, είπε ο Γέρος. Τον έφαγε η έπαρση του το Δρά­μαλη.
Το ίδιο εκείνο βράδυ φανέρωσε στο πολεμικό συμβούλιο κείνα που 'χε μάθει απ' το παιδί. Κι είχε τους σκοπούς του:
- Ο Δράμαλης θα γυρίσει στην Κόρινθο. Άλλο δεν του μένει. Κι αυτά που μας τσαμπούνα ο προσκυνημένος γραμματικός του είναι ολοφάνερη μπαμπεσιά, για να μην του φράξουμε τα στενά. Λέω λοιπόν να κινήσω, με τα πιστά παλικάρια μου, και να στήσω καρτέρι στα Δερ­βενάκια.
Φρύαξαν* οι οπλαρχηγοί με τα λόγια του Γέρου. Τον είπαν τρελό κι ονειροπαρμένο, και όταν είδαν κι απόειδαν πως δεν τον κράταγαν πια στους Μύλους, είπε στους άλλους ο Πετρόμπεης, μ' ένα ύφος χλευα­στικό*:
- Δεν τον αφήνετε, λέω εγώ; Του 'ρθε πάλι η βίδα να βγει στο βουνό και να γίνει κλέφτης.
Και τι δε 'θάδινε ο Ασημάκης να βγει κερδισμένος ο αρχηγός του και να γυρίσει στην Κόρινθο ο Μεχμέτ πασάς. Να δει ο Μαυρομιχάλης ποιος ήταν τρελός και ποιος είχε κοντάρια τη γνώση!
Δυο ώρες τώρα είναι σκαρφαλωμένο το χωριατόπουλο στο πρινάρι του λόγκου. Αντίκρυ το ύψωμα αντιφεγγίζει από τον ήλιο του δειλινού.
Μα να, πέρα στον κάμπο, σαν να κινά η ατέλειωτη φάλαγγα. Τρεμολάμπουν στους ώμους τα καριοφίλια, αστράφτουν σας μέσες τα γιατα­γάνια, γυμνά. Είναι ο Δράμαλης κι έχει πάρει το δρόμο του γυρισμού για την Κόρινθο.
Δε μπορεί πια, θα πέσει μέσα στα βρόχια, που του 'χουν στήσει. Κι ας περιμένει στους Μύλους το πέρασμα του ο Πετρόμπεης.
Σαν αίλουρος βρίσκεται τ' αγόρι απ' τα ξεκλώναρα κάτω. Μ' ένα πή­δημα και τρεις δρασκελιές φτάνει στον Αϊ - Γιώργη. Είναι κομμένη η ανάσα του απ' τη χαρά.
- Καπετάνιο μου, νίκησες! Έρχεται ο Δράμαλης.
Η τρέλα του αγοριού μεταδίδεται και στο Γέρο. Φιλεί το παιδί κι ένα δάκρυ γυαλίζει στα μάτια του.
- Αγόρι μου, άκου τώρα: Θα γίνεις πουλί και θα πας ένα γράμμα στον Παπαφλέσσα. Να στήσει καρτέρι στις αποπίσω πλαγιές με τον Υψη­λάντη και το Νικήτα. Με το πρώτο γιουρούσι, αυτοί θ' ανεβούν στα ψηλώματα του Αϊ - Σώστη. Πίσω απ' αυτά, να προσμένουν οι άλλοι. Να μη μας ξεφύγει κανείς. Θα σου δώσω το σχέδιο σ' ένα χαρτί. Φύλαξε το, μ' αν κινδυνεύει να πέσει σε τούρκικα χέρια, κατάστρεψε το. Μόνο που θα 'ναι μεγάλη ζημιά, να το ξέρεις.
- Θα το δώσω στα χέρια του Παπαφλέσσα, είπε τ' αγόρι.
- Πάρε το γαϊδουράκι σου, φορτωμένο τυριά και μυζήθρες. Ντύσου βοσκόπουλο. Άλλος δρόμος δε βγαίνει στους Μύλους. Θα πέσεις ανά­μεσα τους. Θα τους τραβήξει η μυρωδιά του τυριού και δε θα σε ψά­ξουν.
- Κι αν δεν προφτάσω;
- Θα τους κρατήσουμε, ώσπου να φτάσουν οι άλλοι στο διπλανό λόγκο. Κι ύστερα νυχτώνει. Δε θα ριχτούν στα στενά με το σκοτάδι. Θα ξενυχτήσουν στον κάμπο και θα μας έρθουν χαράματα.
Δεν είχε καλά καλά νυχτώσει, όταν ακούστηκε η φωνή του Ασημά­κη.
- Τυρί! Καλό τυρί! Μυτζήθρες! Γιαούρτι!
Οι στρατιώτες του Δράμαλη τον τριγύρισαν και με μιας το ξαλά­φρωσαν το καημένο το γαϊδουράκι από το βάρος.
- Μπορεί να 'ναι κατάσκοπος, είπε ένας ντελής. Να τον γδύσετε και να ψάξετε ένα ένα τα ρούχα του.
Τον έψαξαν αρκετή ώρα. Άνοιξαν ακόμα και το στόμα του, του ξεχτένισαν τα μαλλιά, για να ψάξουν κι εκεί.
- Αφήστε τον, είναι βοσκόπουλο, τον ξέρουμε από παλιά, είπε ο γραμματικός του πασά.
Ο Ασημάκης, φτάνοντας στους Μύλους, ζήτησε αμέσως τον Παπα­φλέσσα και του 'πε την ιστορία.
- Κρίμα, είπε ο αγωνιστής, να μην έχεις το σχέδιο.
- Είναι στη θήκη του, καπετάνιο, είπε γελώντας ο Ασημάκης. Και βάζοντας μέσα στ' αυτί του γαϊδάρου το χέρι του, έβγαλε το σχέδιο του Κολοκοτρώνη!
Τ' άλλο πρωί ο Νικήτας, ο Παπαφλέσσας κι ο Υψηλάντης, αποτε­λείωναν, πίσω απ' τον Αϊ - Σώστη, τα υπολείμματα της περήφανης στρατιάς, που 'χε έρθει να πνίξει την Επανάσταση, μες στο δεύτερο χρόνο της.
Πολύ λίγοι γλίτωσαν, λαβωμένοι, πεζοί, δίχως άρματα, δίχως πυρο­βόλα κι έφτασαν στην Κόρινθο με το σερασκέρη τους, που αργότερα πέθανε από τη λύπη.
Ο Μοριάς αναγνώρισε τότε, σύσσωμος, αρχιστράτηγο τον Κολοκο­τρώνη.
Αρματωμένος σαν αστακός απ' τα λάφυρα κείνης της νίκης, πήγε κι ο Ασημάκης να χαιρετήσει τον καπετάνιο του.
Ο Γέρος που είχε μάθει το έξυπνο κόλπο, που είχε μηχανευτεί, για να σώσει το μήνυμα του, τον καμάρωσε κι ύστερα άνοιξε τις πλατιές του αγκάλες και τον έκλεισε μέσα. 


ξωλαλάω : εδώ παροτρύνω.
κιότης : δειλός.
ντελής : ιππέας.
κακαβούλια : κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός.
κρίνιν και κρένω : λέω, μιλάω.
μίνιστρος : υπουργός.
σερασκέρης : αρχηγός του στρατού.
φέρμελη : το γελέκι.
μπαϊράκι : σημαία.
οσμανλήδες : Οθωμανοί, Τούρκοι.
διαγουμίζω : λεηλατώ.
φρυάζω : οργίζομαι πολύ.
χλευαστικό : κοροϊδευτικό (χλευάζω = περιπαίζω κάποιον). 

Πηγή: 
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Α' Γυμνασίου.
Κατηγορία κειμένου : Από την εθνική μας παλιγγενεσία.
Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων.
Έκδοση Θ' 1989. 

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

«Τουρκοκρητικοί στην Αλικαρνασσό» του Κώστα Νταντινάκη


Τουρκοκρητικοί είναι οι εξισλαμισμένοι Έλληνες της Κρήτης. Μετά τον εκπατρισμό τους από το νησί, πριν αλλά και μετά την απόφαση ανταλλαγής πληθυσμών της συνθήκης της Λωζάνης, οι μουσουλμάνοι της Κρήτης σκορπίστηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Στην Αλικαρνασσό, το σημερινό Μποντρούμ , οι Τουρκοκρητικοί (πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς) νοσταλγούν την πατρίδα των προγόνων τους, αυτοχαρακτηρίζονται «Κρητικοί», και διατηρούν ανόθευτη την κρητική διάλεκτο, τον τρόπο ζωής, τη μαγειρική κ.λπ. Οι παλαιότεροι θυμούνται την αρμονική συμβίωσή τους με τους χριστιανούς συμπατριώτες τους, τη φυγή τους από την Κρήτη, τις δυσκολίες προσαρμογής τους στην Τουρκία. Η φτώχεια δεν επιτρέπει στους περισσότερους να πραγματοποιήσουν το πολυπόθητο ταξίδι τους στην πατρώα γη, την Κρήτη, που οργανώνεται συχνά από τοπικούς συλλόγους.


Σκηνοθεσία:
Κώστας Νταντινάκης
Σενάριο:
Κώστας Νταντινάκης
Διεύθυνση Φωτογραφίας:
Dominique Taupin
Μοντάζ:
Μαρία Γερακάκη
Ήχος:
Γιώργος Χαμηλάκης, Christophe Da Costa
Παραγωγός:
Κώστας Νταντινάκης
Παραγωγή:
Artiflex LTD, Κέντρο Παραστατικών Τεχνών
Τύπος:
DigiBeta Έγχρωμο
Χώρα Παραγωγής:
Ελλάδα
Διάρκεια:
40'
Έτος Παραγωγής:
2011
Παγκόσμια εκμετάλλευση:
Κέντρο Παραστατικών Τεχνών Κώστας Νταντινάκης Ελλάδα costasdandinakis@gmail.com


Πρόγραμμα Προβολών
ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ:
Τρίτη, 13 Μαρτίου 2012 - 13:00 | ID:422
ΦPINTA ΛIAΠΠA:
Τετάρτη, 14 Μαρτίου 2012 - 20:00 | ID:545

Βιογραφικό Κώστα Νταντινάκη



Ο Κώστας Νταντινάκης γεννήθηκε το 1960 στα Χανιά. Σπούδασε κινηματογράφο και λογοτεχνία στο Παρίσι όπου και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο Paris 3, πάνω στο Κρητικό Θέατρο της Αναγέννησης. Δίδαξε δύο χρόνια στο γαλλικό πανεπιστήμιο Rennes-2, εργάστηκε επί σειρά ετών ως συντάκτης σε πολιτιστικά θέματα στον ημερήσιο αθηναϊκό Τύπο και το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ σκηνοθέτησε ταινίες για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση με τις οποίες συμμετείχε σε διάφορα φεστιβάλ. Παράλληλα με την κινηματογραφική του δραστηριότητα εργάζεται ως ερευνητής πάνω στην κρητική λογοτεχνία την περίοδο της βενετοκρατίας (1204-1669) με συχνές επιστημονικές δημοσιεύσεις.

Φιλμογραφία:

1984 Οικοδόμοι (Μυθοπλασία 10 λεπτά)
1985 Το ξάφνιασμα (μμ Μυθοπλασία 15 λεπτά) 
1986 Γαύδος (μμ Ντοκυμαντέρ 26 λεπτά) 
1987 Καρτέλα ασθενούς (μμ Ντοκυμαντέρ 30 λεπτά) 
1988 Μεταμοντέρνοι καιροί (μμ Μυθοπλασία 10 λεπτά) 
1990 Η γλύπτρια Αργυρώ Καρύμπακα (μμ Ντοκυμαντέρ 26 λεπτά) 
2001 Έλληνες στην Κορσική (Ντοκυμαντέρ 52 λεπτά)
2007 Στο κάτω (κάτω) της γραφής(Μυθοπλασία 97 λεπτά)
2008 Μαρακές (ο καλλιγράφος Αμπντερραχίμ Αϊτ-Ελ-Χάντ) 
2008 Βικτωρία Θεοδώρου: τα κύματα που με δίδαξαν το ανυπότακτο (80 λεπτά)
2009 Γιώργης Μανουσάκης: Νοσταλγός Αιωνιότητας (62 λεπτά)
2009 Ο Λόρκα μέσα μου (Ντοκυμαντέρ)
2010 Canal d’ amour/Channel of Love (80 λεπτά)
2011 Τουρκοκρητικοί στην Αλικαρνασσό (40 λεπτά)

Πηγές:

"Γαύδος: Εκεί στο νότο" της Ανθής Νταουντάκη



Ένα νησί στο Λιβυκό πέλαγος. Σύνορο, άλλοτε εξορία, άλλοτε καταφύγιο. Για κάποιους η ομηρική Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς, όπου ο Οδυσσέας έμεινε για εφτά χρόνια. Εκεί, στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης, άνθρωποι από διαφορετικές χώρες και διαφορετικές αφετηρίες ζουν και πορεύονται μαζί. Οι ντόπιοι, που έζησαν εκεί την «κρυμμένη ζωή» μιας κλειστής κοινωνίας, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο και προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στα παλιά ήθη και στο δέλεαρ της «ανάπτυξης». Και οι άλλοι, οι «αυτοεξόριστοι» ρομαντικοί, που βρήκαν εκεί, στο νότο, την Ιθάκη τους, τον χαμένο παράδεισο. Δύο κόσμοι που καταφέρνουν να συνυπάρχουν, παρά τις διαφορές τους. Επικοινωνούν, μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες για το μέλλον του νησιού, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα στην καθημερινότητα και δίνουν το παράδειγμα μιας συμβίωσης με αλληλεγγύη έναντι του οικονομικού συμφέροντος.


Σκηνοθεσία:
Ανθή Νταουντάκη
Σενάριο:
Ανθή Νταουντάκη
Διεύθυνση Φωτογραφίας:
Κώστας Λεβάντης
Μοντάζ:
Μαρία Γιρμή
Ήχος:
Αντώνης Σαμαράς
Μουσική:
Νίκη Ξυλούρη
Παραγωγός:
Νίκος Καβουκίδης
Παραγωγή:
Telefilm
Τύπος:
HDCam Έγχρωμο
Χώρα Παραγωγής:
Ελλάδα
Διάρκεια:
93'
Έτος Παραγωγής:
2012
Παγκόσμια εκμετάλλευση:
Telefilm, Ελλάδα Νίκος Καβουκίδης t. +30 210 7656 746 info@telefilm

Πρόγραμμα Προβολών
ΦPINTA ΛIAΠΠA:
Σάββατο, 10 Μαρτίου 2012 - 17:30 | ID:144
ΦPINTA ΛIAΠΠA:
Κυριακή, 11 Μαρτίου 2012 - 15:00 | ID:243

Βιογραφικό Ανθής Νταουντάκη



Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστή- μιο Marc Bloch του Στρασβούργου και μέσα μαζικής ενημέρωσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από το 2002 εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτης και σκριπτ σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές.To Εν θερμώ είναι η πρώτη της μικρού μήκους ταινία.
Φιλμογραφία
2007 Εν θερμώ (μμ) 
2007 Οι γυναίκες με τα μαύρα 
2011 Νέα Ζωή – Αφγανιστάν (TV series) 
2012 Γαύδος. Εκεί στο Νότο


Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Ο πρίγκηπας και ο Ζορμπάς

Ο Αλέξης Ζορμπάς και ο δισέγγονός του Παύλος Σιδηρόπουλος (Φωτογραφία Παύλου και επεξεργασία εικόνας από τον Μ.Νταλούκα). Τελικά κάποια πράγματα δεν είναι τύχαια, είναι μοιραία..




Το παρακάτω άρθρο προέρχεται από το site http://samatas-stin-ormylia.blogspot.com/2011/08/blog-post_28.html#ixzz1nzoN0RLM


Η γιαγιά του Παύλου Σιδηρόπουλου, η Αναστασία Αλεξίου, γεννήθηκε στην Ορμύλια κι ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη.



Διαβάστε το βιογραφικό σημείωμα του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα ( 1, 2 ).
Ήταν γιός του Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου και της Ιωάννας (Τζένης) Σιδηροπούλου το γένοςΑλεξίου (1, 2).
Οι Σιδηρόπουλοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσίας, αστοί, που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1918 στο Σοχούμ της Ρωσίας. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι έφυγαν μετά την επανάσταση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού.
To 1936 ο παππούς του Παύλου μαζί με τα 6 παιδιά του έφυγαν από το Κιλκίς κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι Αλεξίου ήταν μια μεγάλη οικογένεια διανοουμένων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Η μητέρα του Παύλου, Ιωάννα (Τζένη), γεννήθηκε το 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πατέρας της ήταν οΡαδάμανθυς Αλεξίου και μητέρα της η Αναστασία Αλεξίου το γένος Ζορμπά. Ο Ραδάμανθυς ήταν αδελφός της γνωστής παιδαγωγού και πεζογράφου Έλλης Αλεξίου (1, 2), της Γαλάτειας Αλεξίου-Καζαντζάκη (πρώτη σύζυγος τουΝίκου Καζαντζάκη) και του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Λευτέρη Αλεξίου.
Η Αναστασία, γεννημένη στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά όπως τον παρουσιάζει στο ομώνυμο έργο του ο Καζαντζάκης. Ο Ζορμπάς γεννήθηκε στο Ελευθεροχώρι στα 1857 και πέθανε στα Σκόπια στις 16 Σεπτεμβρίου 1941. [Γουδέλης Γιάννης, Ο Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται, εκδ. Δίφρος, 1987, Αθήνα]
O Παύλος αμέσως μετά τη γέννησή του στην Αθήνα, επέστρεψε μαζί με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Έμειναν εκεί μέχρι και τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του (1, 2, 3, 4,
5). Ζούσαν μαζί με όλη την οικογένεια του παππού του Παύλου στο ιδιόκτητο διώροφο αρχοντόσπιτο του παππού του. Ως παιδί ήταν πολύ ζωηρός, πειραχτήρι και ριψοκίνδυνος στα παιχνίδια του. Ήταν πρόσχαρος, πάντα ευαίσθητος, καλόκαρδος και ως πολύ κοινωνικός έκανε εύκολα φίλους. (1, 2, 3, 4).
Από τα έξι χρόνια του και μετά, αφού έχει γεννηθεί και η αδελφή του Σεμέλη (Μελίνα), η τετραμελής πλέον οικογένεια, παίρνοντας μαζί και την ξαδέρφη του πατέρα του Παύλου, Παρασκευή Παραστατίδου-Λαζαρίδου, φεύγει από τη Θεσσαλονίκη κι όλοι μαζί εγκαθίστανται στηνΑθήνα. Το πρώτο σπίτι της οικογένειας στην Αθήνα ήταν στην οδό Βλαβιανού 13 στα Πατήσια. Από το 1970 και μέχρι το 1984, περίοδος που ο Παύλος γίνεται γνωστός στα μουσικά πράγματα της χώρας, η οικογένεια μένει στο σπίτι της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου 50 στηνΚυψέλη. Από το 1984 και μέχρι το θάνατό του η οικογένεια μένει στην οδό Φωσκόλου 3 στο Γαλάτσι.
Ο πατέρας του, που είχε κάνει σπουδές στο χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, μαζί με τον αδελφό του και τον γαμπρό του δημιούργησαν μια μικρή βιομηχανία, την ΕΛΦΩΤ (απασχολούσε 12-15 εργαζόμενους), τη μοναδική ελληνική βιομηχανία η οποία παρήγαγε φωτογραφικό χαρτί.
Ο Παύλος ως μαθητής φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, τελείωσε το 22ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών στην οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια και συνέχισε στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε το 1966. Ήταν έξυπνος και καλός μαθητής χωρίς να χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα επιμελής. Στο βιβλίο Η΄Γυμνάσιο-Λύκειο - Εκπαιδευτήρια Μ.Κ.ΝΟΜΙΚΟΣ 1911-2000 Ιστορικό οδοιπορικό[Αθήνα, 2003], γράφουν για τον Παύλο: «Σαν μαθητής, χάρη στην άμεση αντίληψή του, είχε καλές επιδόσεις» (1, 2, 3, 4, 5, 6). Παρ’ όλα αυτά δεν έδωσε αμέσως εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Το 1967, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια και μάλλον αδιάφορα, «πέρασε εύκολαστο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης».
Τις σπουδές του στο Μαθηματικό δεν τις ολοκλήρωσε, έφτασε μέχρι το 3ο έτος σπουδών και διέκοψε μιας και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, και το ταλέντο του στη μουσική τον είχαν οριστικά κατακτήσει. Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική, έστω κι αν το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελήσει ο πατέρας του.
«Κάθε μουσικό άκουσμα άγγιζε την ψυχή του μικρού Παυλάκη.Νανουριζόταν κάνοντας κούνια πάνω στο μικρό του αλογάκι που το κινούσε με απίστευτο ρυθμό πάνω στη μελωδία που σιγοτραγουδούσε μόνος του», διηγιόταν η μητέρα του. Από τα εφηβικά του χρόνια, άκουγε πολύ μουσική και του άρεσε να χορεύει. Το ροκ εν ρολ, που είχε αρχίσει τότε να ακούγεται, έγινε η μουσική που τον αντιπροσώπευε. Μουσικές σπουδές έκανε πολύ αργότερα, αφού είχε ξεκινήσει τη μουσική του σταδιοδρομία και είχε ήδη γίνει γνωστός με το ντουέτο Δάμων και Φιντίας. Πριν το 1975 και για μικρό σχετικά διάστημα, όσο ο ίδιος έκρινε ότι του χρειαζόταν, σπούδασε ένα χρόνο σολφέζ, αρμονία και αντίστιξη με το μουσικό και δάσκαλο Αλέξανδρο Αινειάν(1907-1983). Για περιορισμένο επίσης διάστημα, πήρε μαθήματα και από τον μουσικό Ιωάννη Ιωαννίδη (1930), ενώ με ενθουσιασμό μιλούσε για τον συνθέτη Στέφανο Βασιλειάδη (1933-2004), στενό συνεργάτη του Γιάννη Χρήστου, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του επειδή τον μύησε κάποια στιγμή στην ηλεκτροακουστική μουσική. Τη στρατιωτική του θητεία δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο».
Ευχαριστούμε την Αθανασία Παντελέου για την ενημέρωση.