Η Κρήτη λέει είναι νησί, μα για το χαρτογράφο. Για μένα είναι η ΖΩΗ όξω από τον τάφο... (Αγνώστου)

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

"Ανυπολόγιστα αφιλόξενες.."

Η πρώτη κίνηση που κάνω κάθε πρωί μόλις ξυπνήσω είναι να ανοίξω το παντζούρι και τη τζαμόπορτα του δωματίου μου για να γεμίσει με φως ο χώρος και να μπει καθαρός(;) αέρας μέσα. Μαζί με το φως και τον αέρα ένα τρίτο στοιχείο τρυπώνει πάντα μαζί τους. Απρόσκλητο και αναπόφευκτο. Είναι ο ήχος της πόλης. Τις καθημερινές αυτός ο ήχος έχει τη μορφή θορύβου υπερκαλύπτοντας οποιονδήποτε άλλο ήχο θα ήταν πιο ευχάριστος στο αυτί καθώς η πόλη ξυπνάει και οι άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους για να πάνε στις δουλείες τους. Τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία τρέχουν φουριόζικα, αδικαιολόγητα κορναρίσματα σκίζουν τον αέρα και, θέλοντας και μη, ξυπνάς και "μπαίνεις στην πρίζα" που λένε. Τις Κυριακές σαν τη σημερινή όμως, κυριαρχεί μια ηρεμία κάτι που αντανακλάται και στους ήχους της πόλης. Ακόμα και τα αυτοκίνητα που ακούγονται, διασχίζουν τον δρόμο με πιο νωχελική διάθεση δίνοντας την ευκαιρία να ακουστεί και το κελάηδισμα της "φυλακισμένης" καρδερίνας στο κλουβί που κρέμεται στο μπαλκόνι του αντικρινού διαμερίσματος.
Σήμερα, εκτός από το προσφιλές κελάηδισμα, άκουσα και έναν ήχο ακόμη. Ένα ρυθμικό και επαναλαμβανόμενο "τακ-τακ" το οποίο μη βλέποντάς το, δεν μπορούσα να καταλάβω από που προέρχεται. Θέλοντας να εντοπίσω την πηγή αυτού του ήχου, αφού τα αυτιά μου δεν με βοηθούσαν, βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα προς το δρόμο, αφήνοντας τα μάτια μου να κάνουν τη δουλειά που δεν μπορούσαν να κάνουν τα αυτιά μου. Ένας κύριος, μέσης ηλικίας, κρατώντας το χαρακτηριστικό λευκό μπαστούνι, περπατούσε κατά μήκος του δρόμου ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και οχήματα εν κινήσει. Προσπαθούσε να μαντέψει χτυπώντας πότε το λάστιχο μιας ρόδας και πότε το δρόμο αν υπάρχει κάποιο εμπόδιο μπροστά του. Στάθηκα και τον παρατηρούσα. Ο βηματισμός του ήταν αργός αλλά έδειχνε σίγουρος μιας και αντιλαμβανόταν τον περιβάλλοντα χώρο. Κάποια στιγμή έφτασε στη διασταύρωση του δρόμου με έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης οχημάτων. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν για να περάσει κι εκείνος επιτάχυνε το βήμα του αντιλαμβανόμενος ότι διασχίζει δρόμο. Μόλις έφτασε στην άκρη του δρόμου προσπάθησε να συνεχίσει. Από κάπου έτρεχαν νερά τα οποία σε εκείνο το σημείο που είχε σταθεί είχαν δημιουργήσει μια μικρή λιμνούλα εξαιτίας μιας λακκούβας ανάμεσα στο δρόμο και το πεζοδρόμιο. Κάνεις τριγύρω.. Ασυναίσθητα έκανα να του φωνάξω αλλά σταμάτησα καθώς δεν θα μπορούσε να με ακούσει από το σημείο που βρισκόμουν. Προχωρώντας διστακτικά καθώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι υπήρχε εμπρός του, βρέθηκε μέσα στη λακκούβα βρέχοντας το παντελόνι και τα παπούτσια του. Έκανε μεταβολή και άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Κάποια στιγμή αφού τσαλαπάτησε στα νερά λίγο ακόμη κατάφερε να χτυπήσει με το μπαστούνι του την τσιμεντένια άκρη του πεζοδρομίου. Όμως η άκρη δεν είχε τη μορφή σκαλοπατιού γιατί σε εκείνο το σημείο το πεζοδρόμιο είχε διαλυθεί για κάποιο λόγο. Εξαιτίας αυτού το γεγονότος ο κύριος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα μετέωρος γυρνώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι του. Μια κυρία πέρασε λίγα μέτρα πιο πέρα χωρίς να του δώσει σημασία. Αφού είδε κι απόειδε ο άνθρωπος, με πολύ μικρά και αργά βηματάκια άρχισε να κατευθύνεται προς τα αριστερά. Χτύπησε το μπαστούνι του στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και μετά κατάφερε να βρει ένα σημείο στο πεζοδρόμιο που ήταν προσβάσιμο. Αφού σχεδόν κόντεψε να φάει τα μούτρα του στον τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου, κατάφερε τελικά να βρει την πορεία του, να προσανατολιστεί και να συνεχίσει τον αργό αλλά σίγουρο και πάλι βηματισμό του πάνω σε ένα πεζοδρόμιο με τσιμεντένιες πλάκες και χωρίς κανένα "οδηγό" για τυφλούς...


Καθώς τον έβλεπα να ξεμακραίνει αναρωτήθηκα, αν εμείς οι υπόλοιποι που έχουμε την όρασή μας, την ακοή μας, την αρτιμέλειά μας τέλος πάντων, θεωρούμε την χώρα μας και την κοινωνία μας αφιλόξενες μία φορά, οι άνθρωποι σαν αυτό τον κύριο πόσες φορές αφιλόξενες βρίσκουν την Ελλάδα και την κοινωνία μας; Ανυπολόγιστα αφιλόξενες..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου